Η θεραπεία ζεύγους απευθύνεται σε ζευγάρια που επιθυμούν να διερευνήσουν θέματα που αφορούν τη σχέση τους, ώστε να κατανοήσουν βαθύτερα τους τρόπους που επικοινωνούν και διαχειρίζονται τις κρίσεις και τις συγκρούσεις τους.
Οι συναντήσεις είναι εβδομαδιαίες ή δεκαπενθήμερες και διαρκούν 60 λεπτά. Η διάρκεια της θεραπείας προσδιορίζεται από το αίτημα του ζευγαριού (π.χ. εάν θέλουν να είναι μαζί με έναν πιο υγιή και λειτουργικό τρόπο ή αν επιθυμούν να χωρίσουν με έναν τρόπο που δεν θα είναι τραυματικός και καταστροφικός) και από την οπτική του θεραπευτή, καθώς θεραπευτής και ζευγάρι διαμορφώνουν από κοινού ένα σχέδιο θεραπείας, το οποίο επαναξιολογείται σχετικά με τους στόχους που έχουν τεθεί.
Στη θεραπευτική διαδικασία ξεκινά ένας διάλογος ανάμεσα στο ζευγάρι για τα συναισθήματα και τις πεποιθήσεις τους, καθώς και για τις προσδοκίες που έχουν ο ένας για τον άλλο. Ο θεραπευτής παροτρύνει το κάθε μέλος από το ζευγάρι να παρατηρεί τον εαυτό του, να μιλάει για τον εαυτό του και γι’ αυτά που αισθάνεται και χρειάζεται. Μ’ αυτό τον τρόπο περιορίζεται η τάση που έχουν τα ζευγάρια να προσπαθούν ν’ αλλάξουν ο ένας τον άλλο, να προβάλλουν τις αρνητικές πλευρές της σχέσης μόνο στον άλλο, άρα και να θεωρούν υπεύθυνο για οποιαδήποτε αλλαγή μόνο τον άλλο.
Στη στενή ερωτική σχέση και στο γάμο, οι άνθρωποι αναβιώνουν ασυνείδητα τραύματα, φόβους και επώδυνα συναισθήματα που ένιωσαν στο παρελθόν, στη γονεϊκή τους οικογένεια. Είναι σημαντικό, λοιπόν, για το κάθε σύντροφο να ευαισθητοποιηθεί σε σχέση με το δικό του ασυνείδητο δυναμικό που μεταφέρει στη σχέση και προβάλλει στο σύντροφό του, ώστε να εντοπίζει ποια συναισθήματα δεν αντιστοιχούν στο «παρόν» της σχέσης αλλά στο παρελθόν του. Μέσα από αυτή τη διεργασία η θεραπεία ζευγαριών προωθεί την ανάπτυξη της προσωπικής αυτογνωσίας και την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης για την επιθυμητή αλλαγή.
Επίσης γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο βαθύτερα, αυξάνεται η ικανότητα των μελών του ζευγαριού να αποδέχονται τη διαφορετικότητα του άλλου, να κατανοούν τα ευαίσθητα σημεία του άλλου και να τα φροντίζουν, όχι να τα ενεργοποιούν με προκλητικές συμπεριφορές.
Έτσι, μέσα από την ενίσχυση της ανοιχτής επικοινωνίας, της έκφρασης συναισθημάτων και προσωπικών αναγκών, η σχέση γίνεται ένας χώρος προσωπικής ανάπτυξης που επιτρέπει και προωθεί την οικειότητα, τη σύνδεση, την εκτίμηση, την εμπιστοσύνη, και την ασφάλεια.